- τάρσου
- ταρσόωprovide with apres imperat act 2nd sgταρσόωprovide with aimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταρσοῦ — Ταρσός frame of wicker work masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρσοῦ — ταρσόομαι to be like basket work pres imperat mp 2nd sg ταρσόομαι to be like basket work imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ταρσός frame of wicker work masc gen sg ταρσόω provide with a pres imperat mp 2nd sg ταρσόω provide with a imperf ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρσού μάρτυρες — Είκοσι χριστιανοί οι οποίοι μαρτύρησαν στην Τ. στα χρόνια του Διοκλητιανού (290). Για τους μάρτυρες αυτούς γράφει ο Αυγουστίνος. Η Δυτ. Oρθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 6 Ιουνίου … Dictionary of Greek
Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κόρινθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 165 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 166 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Κορίνθου, Σικυώνος, Βόχας,… … Dictionary of Greek
Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… … Dictionary of Greek
ταρσοτομία — η, Ν ιατρ. διατομή τού ταρσού τού ποδιού για την αποκάλυψη τών οστών του ή τού βλεφαρικού ταρσού για τη διόρθωση συνήθως τού εντροπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tarsotomie (< ταρσός + τομία < τομος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… … Dictionary of Greek
Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… … Dictionary of Greek